Ζου

Ζου
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 28 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζουζούνι — το κάθε μικρό έντομο και κυρίως όσα αναπτύσσονται στα όσπρια και στα σιτηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που δημιουργήθηκε από τον ήχο ζου ζου] …   Dictionary of Greek

  • ζούζουρας — ο έντομο που παράγει βοή, κάθε έντομο που κάνει βόμβο όταν πετά, ο βάβουλας ή η βάβουλα, η χρυσόμυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο ζου ζου (πρβλ. ζουζούνι) κατά τα βάβουρας, μπάμπουρας κ.τ.ό. ή για υποχωρητικό… …   Dictionary of Greek

  • Παντελιός — Ονομάζεται και Παντέλης. Ποταμός της πρώην επαρχίας Σητείας στην Κρήτη. Πηγάζει από τα βουνά που βρίσκονται κοντά στην τοποθεσία της αρχαίας Πραισού, δέχεται τα νερά του ποταμού Ζου και εκβάλλει στα παράλια ανατολικά από την κωμόπολη της Σητείας …   Dictionary of Greek

  • ζουζουνίζω — ισα (για έντομα), παράγω το γνωστό ήχο των εντόμων (ζου... ζου...), βουίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζουζούνι — το ιού (από τον ήχο ζου ζου), μικρό έντομο που ζουζουνίζει: Με την άνοιξη ακούστηκαν τα ζουζούνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζούζουλο — το 1. μικρό ζώο, ζωύφιο, ζούδι 2. δαιμόνιο, στοιχειό, φάντασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. zuzel «κάνθαρος» ή < μσν. ζωΰλλιον «ζωύφιο». Υπάρχει και η άποψη ότι πρόκειται περί μεταπλασμένης μορφής τού τ. ζουζούνι (ζουζούνι > ζού ζουνο >… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Λασιθίου, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.818 τ. χλμ., 76.319 κάτ.) της περιφέρειας Κρήτης, που περιλαμβάνει το ανατολικό άκρο της νήσου. Βρέχεται στα Β από το Κρητικό πέλαγος, στα Α από το Καρπάθιο, στα Ν από το Λιβυκό και στα Δ συνορεύει με τον νομό Ηρακλείου.… …   Dictionary of Greek

  • Σταυρωμένος — Όνομα τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (122 κάτ., υψόμ. 220 μ.) στην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται κοντά και νότια της Σητείας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 300 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Αρνικό …   Dictionary of Greek

  • καθίζου — καθί̱ζου , καθίζω aB* imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) καθίζω aB* pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) καθίζω aB* imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) καθίζω aB* imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”